ομοφυλοφιλικός

ομοφυλοφιλικός
-ή, -ό [ομοφυλόφιλος]
σχετικός με την ομοφυλοφιλία («ομοφυλοφιλικές σχέσεις»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”